έμφραγμα,
το, ουσ.
[<μτγν. ἔμφραγμα], το έμφραγμα·
- κόντεψα
να πάθω έμφραγμα ή κόντεψε να πάθω έμφραγμα, φοβήθηκα, τρόμαξα πάρα
πολύ: «μόλις τον είδα ξαφνικά να τραβάει μαχαίρι, κόντεψα να πάθω έμφραγμα».
έμφραγμα,
το, ουσ.
[<μτγν. ἔμφραγμα], το έμφραγμα·
- κόντεψα
να πάθω έμφραγμα ή κόντεψε να πάθω έμφραγμα, φοβήθηκα, τρόμαξα πάρα
πολύ: «μόλις τον είδα ξαφνικά να τραβάει μαχαίρι, κόντεψα να πάθω έμφραγμα».